- τρισμακάριστον
- τρισμακάριστοςmasc acc sgτρισμακάριστοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
τρισμακάριστος — η, ο / τρισμακάριστος, ον ΝΜΑ τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί. β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμ μαχάριστος] … Dictionary of Greek